Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΥΝΟΙΚΙΩΝ

Πού βρίσκονταν τα Κατσικάδικα; Πώς λέγονται σήμερα οι Κουκουβάουνες; Πού είναι το Τουρκολίμανο και ποια γειτονιά γνωρίζουν οι κάτοικοι της και ως Μαγκουφάνα;


Κατσικάδικα: Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ακόμα σχεδιαζόταν η Πλατεία Δεξαμενής, το Κολωνάκι αποκαλούταν Κατσικάδικα, και βόρεια της πλατείας δεν υπήρχαν παρά καλύβες βοσκών. Τα κατσικάκια τους, μάλιστα, έφαγαν –στην κυριολεξία– την πρώτη απόπειρα δεντροφύτευσης του Λυκαβηττού.
Κουκουβάουνες: Λεγόταν η σημερινή Μεταμόρφωση, πριν η μανία να καταργήσουμε τα αρβανίτικα τοπωνύμια «χτυπήσει» την Αττική, και γίνουν τα Λιόσια Ίλιον, η Χασιά Φυλή, το Μενίδι Αχαρνές και το Λιόπεσι Παιανία.
Λοιμικό: Ήταν το Ελληνικό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν δεν το μαντέψατε, το όνομα προέρχεται από ένα λοιμοκαθαρτήριο που υπήρχε στην περιοχή.
Μαγκουφάνα: «Θύμα» κι αυτή της από-αρβανιτοποίησης των αττικών τοπωνυμίων, άλλαξε το όνομά της σε Πεύκη με διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 1960.
Μπραχάμι: Εντάξει, αυτό το ξέρετε –κυρίως επειδή οι παλαιότεροι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου και της Δάφνης αποκαλούν ακόμα έτσι τη γειτονιά τους.
Τουρκολίμανο: Κι αυτό θα το έχετε ακουστά, αν γνωρίζετε έστω και έναν Πειραιώτη άνω των 40. Είναι το Μικρολίμανο του Πειραιά, που κάποια στιγμή αποφασίσαμε πως παραέχει πολλά τούρκικα τοπωνύμια. Το Πασαλιμάνι έμεινε, το Τουρκολίμανο έφυγε.
Κακοσάλεσι: «Στου σπιτ’ στου Κακοσάλεσ’ δε ματαξαναγυρνώ» τραγουδούσε ο Γιάννης Μηλιώκας τότε που η Αυλώνα αποκαλούταν ακόμα από τους γηραιότερους κατοίκους της με το όνομα που είχε ως το 1927 –και το οποίο σήμαινε «κακό πέρασμα», επειδή το ορμητήριο των κλεφτών εκεί δυσκόλευε το πέρασμα των Οθωμανών.
Βουρλοπόταμος: Είναι η σημερινή Αμφιθέα, του Παλαιού Φαλήρου, η οποία τότε δανειζόταν το όνομά της από το ρέμα που την διέσχιζε.
Λεβί: Ένα από τα πιο άγνωστα παλιά τοπωνύμια της Αθήνας, το εβραϊκό Λεβί έγινε αργότερα επίθετο –ο Δημήτρης Λεβής ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης της αγροικίας στον Ελαιώνα, που δάνειζε το όνομά της στην γειτονιά γύρω της.
Αλώνια: Λεγόταν το Θησείο μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Αθήνας –τότε που εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο πόλης, από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Υπήρχαν όντως αλώνια στην πλατεία έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού, τα οποία μάλιστα σημειώνονται στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ.
Θων: Λεγόταν η περιοχή γύρω από την Έπαυλη Θων, που σχεδίασε ο Τσίλλερ το 1880 για τον οικονομικό σύμβουλο του Γεωργίου Α’, τον Νικόλαο Θων. Η έπαυλη βρισκόταν στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας, ανατινάχθηκε στα Δεκεμβριανά, και σήμερα επιβιώνει μόνο το εκκλησάκι της, ο Άγιος Νικόλαος Θων.
Βατραχονήσι: Ήταν μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας, στο σημερινό Παγκράτι, κοντά στην Ερατοσθένους και την Πλατεία Προσκόπων. Πήρε το όνομά της από τα κοάσματα των βατραχιών που γυρόφερναν στις όχθες του Ιλισσού.
Δουργούτι: Λεγόταν η γειτονιά του Νέου Κόσμου, στην οποία εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία το 1922. Η γειτονιά, που απλώνεται πίσω από το σημερινό Intercontinental, πήρε το όνομά της από τον κτηματία που είχε τα χωράφια του στην περιοχή (εξ ου και το όνομά της δεν ήταν «το Δουργούτι», αλλά «του Δουργούτη» κατά τα «του Ψυρρή» ή «του Γουδή»). Δεν έχει εξακριβωθεί, όμως, αν εκείνος ήταν Έλληνας ονόματι Δουργούτης ή Τούρκος με το όνομα Δουργούτ Αγάς.
Μπύθουλας: Οι λίγο μεγαλύτεροι θα τον έχετε ακουστά, αν μη τι άλλο από τις αθάνατες ατάκες της Μαντάμ Σουσού που ήτο μόνιμη κάτοικος. Ήταν γειτονιά του σημερινού Κολωνού, όπου λίμναζαν στάσιμα νερά σε έναν ξεροπόταμο που υπήρχε τότε εκεί, εξ ου και το όνομά του.
Παντρεμενάδικα: «Τα λεν’ Παντρεμενάδικα, γιατί έχει κοριτσάκια, που σαν περάσεις και τα δεις σε βάζουν σε μεράκια» τραγουδούσε το 1939 ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τα Παντρεμενάδικα απλώνονταν γύρω από τις όχθες του Ιλισσού, στην περιοχή που σήμερα λέμε Μετς –αν και κάποια στιγμή μεταφέρθηκαν στον Βύρωνα, εξ ου και το τραγούδι συνεχίζει «Στο Βύρωνα, στη γέφυρα κι εκεί στον Άγιο Γιώργη, είναι το νυφοπάζαρο που το ζηλεύουν όλοι».
Κατσιπόδι: Ήταν κάποτε η Άνω Δάφνη. Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν δύο θεωρίες: Η πρώτη λέει πως ήταν η μεσαιωνική τοπωνυμία των κτημάτων της οικογενείας Κατσιπόδη. Η δεύτερη, πως οι κάτοικοι έδωσαν το όνομα «κατσίκας πόδι» (και με μια λέξη «κατσιπόδι»), επειδή έβλεπαν τα σημάδια που άφηναν με τα πόδια τους οι κατσίκες οι οποίες βοσκούσαν εδώ.
Ρωσοχώρι: Ήταν η Δροσιά, στην οποία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τον Πόντο, μετά τους διωγμούς του 1926. Το Ρωσοχώρι τους μετονομάστηκε το 1947 σε Δροσιά.
Χασάνι: Λεγόταν παλιά το Ελληνικό, που άρχισε να κατοικείται το 1925 από πρόσφυγες οι οποίοι ήρθαν από τα Σούρμενα του Πόντου. Παλαιότερα –και συγκεκριμένα ως το 1830– ολόκληρη η περιοχή ήταν βοσκοτόπια, ιδιοκτησίας του Τούρκου Πασά Χασάν (Χασάνι Τσιφλίκι) που εκτείνονταν ως τη Βούλα. Το 1938, όταν ξεκίνησε να κατασκευάζεται το αεροδρόμιο, η περιοχή λεγόταν ακόμα Χασάνι –υπάρχουν έγγραφα στα οποία αναφέρεται ως «αεροδρόμιο Χασάνι» ή «αεροδρόμιο Χασανίου».
Επιμέλεια: Ηρώ Κουνάδη
πηγη in2life.gr

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Τρουμπα

http://www.e-orfeas.gr/singing/tributes/352-article352.html

Τάσος Π. Καραντής




«Σιγά – σιγά όμως ερχότανε στον Περαία η εξέλιξις. Οργανώθηκε το λιμάνι του Περαία που όλοι οι εργάτες του σχεδόν ήταν κλέφτες. Έγινε ο Οργανισμός, κυκλιδώματα γύρω στο λιμάνι, ατομική που μπαίνεις και που βγαίνεις, καταδότες εργάτες εν δράσει! Καταργηθήκανε οι βαρκάρηδες με αποζημίωση, τα καράβια πλευρίζουνε στο λιμάνι. Πάνε οι μαούνες(φορτηγίδες) που ήταν άσυλο για τους κλέφτες. Επεκτάθη η Αστυνομία Πόλεων!!! Βγήκανε άλλα επαγγέλματα, μηχανικοί, καπεταναίοι, ηλεκτρολόγοι κ.λπ. Τα παιδιά τους δουλεύανε την ημέρα και εσπούδαζαν το βράδυ.Οι οίκοι ανοχής έκλεισαν. Οι ντεκέδες έσβησαν. Πήραν την σκυτάλη οι τουρίστες, οι αριστοκράτες μας κ.λπ. Οι ταβέρνες έκλεισαν. Αμανές δεν ακούγεται τα βράδια στους κοντινούς δρόμους γιατί είναι φωτισμένοι και μπεκρήδες δεν υπάρχουνε. Οι μπαράγκες των συνοικισμών χάθηκαν και έγιναν διώροφα και τριώροφα σπίτια! Τα κοτέτσια και τα καταγώγια της Δραπετσώνας γκρεμίστηκαν και υψώθηκαν οκταώροφες πολυκατοικίες. Το Κολωνάκι του Πειραιώς! Ο μαραγκός, ο σουβαντζής, ο κάθε εργάτης έχει το αυτοκίνητό του ή την βέσπα του. Και αντί για ούζο ή κρασί, η κόκα – κόλα και η πορτοκαλάδα έχει το λόγο …».(1)
Μ’ αυτό το, ας μας επιτραπεί ο όρος, “λαϊκό ρέκβιεμ”, περιγράφει, ήδη από το 1975, στα απομνημονεύματά του, ο στιχουργός του ρεμπέτικου κι άγριος μάγκας και νταής του Πειραιά Νίκος Μάθεσης - Τρελάκιας (1907-1975), το “τέλος μια εποχής” για τον Πειραιά. Και πράγματι, ο Μάθεσης “θρηνεί” το τέλος των ημιπαράνομων χώρων του Πειραιά, της Δραπετσώνας αλλά και της Τρούμπας, και την εξαφάνιση των οίκων ανοχής, των τεκέδων, των καφέ αμάν, των καφέ κονσέρ και των καφωδείων. Η καρδιά του Πειραιά και του ρεμπέτικου, η Τρούμπα, είχε μεν πάψει πια να χτυπά, αλλά, έμελλε, να ζήσει για πάντα μέσα στα τραγούδια και στις λαϊκές αφηγήσεις των ρεμπετών. 
Μια τρόμπα που έγινε η φημισμένη Τρούμπα
Σύμφωνα με την παράδοση, η Τρούμπα του Πειραιά πήρε την ονομασία της από μια τρόμπα (αντλία) που ήταν τοποθετημένη στην περιοχή, στη, σημερινή, οδό της Β΄ Μεραρχίας κι από την οποία αντλούσαν νερό τα αγκυροβολημένα πλοία του λιμανιού του Πειραιά, αλλά κι οι αμαξάδες (2). Όταν μιλάμε για Τρούμπα, εννοούμε ένα οικοδομικό τετράγωνο, που ξεκινά από την Ακτή Μιαούλη και περικλείεται από τις, οδούς Φιλελλήνων, Κολοκοτρώνη και Σωτήρος Διός. Στη μέση αυτού του τετραγώνου της Τρούμπας βρίσκονται οι κεντρικοί της δρόμοι, οι οδοί Φίλωνος και Νοταρά.
Η Τρούμπα του Μάθεση και του Λαπαθιώτη
Μια από τις πιο αυθεντικές λαϊκές περιγραφές της Τρούμπας βρίσκεται στα απομνημονεύματα του ρεμπέτη Νίκου Μάθεση – Τρελάκια, που δημοσιεύτηκαν, στην πλήρη μορφή τους, από τον γράφοντα. (3) Γράφει ο Μάθεσης για τον προπολεμικό Πειραιά και την Τρούμπα:
«Ο Περαίας πριν μισό αιώνα (4) με τα καταγώγια του, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα καφέ – σαντάν του … Ο Περαίας με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών …
… Τότες ο Περαίας ήταν πολύ άγριος. Από τη μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες στο δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε ; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Περαία μες στα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Περαίας! Απ’ την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενο. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους:
Που ’σουνα και ήλθες πάλι
ρουφιανιά του Γαλιγάλη.
Η πουστιά μας του Μαρούδα
άσπρα μούρα μαύρα μούρα.
ή
Πουστιά του Μαρούδα
και ρουφιανιά του Γαλιγάλη
έφυγες και ήλθες πάλι.
Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο τα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες τότε δε βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον ντρόπο τους και πηδάγανε και τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμιά δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια ήταν οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ’ την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ’ τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να στεφανωθεί, απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός!
Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα κ.λπ. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λπ. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειράν τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος και το ψυχικό γινότανε …
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάνπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να μπουν αμέσως στη φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και …
Όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλληκαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στη καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες οι αναγνωρισμένοι … Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως; Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ’ το νοσοκομείο … Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά … και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια … Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν … Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες …
Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τις γειτονιές τις μάγκικές του ήτανε μια ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας(χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κανά παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο – φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι … Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος διά καρπαζάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι …».(5)
Στην Τρούμπα διαδραματίζεται κι η υπόθεση της νουβέλας «Το τάμα της Ανθούλας» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. (6) Όπως επισημαίνει κι ο Γιάννης Παπακώστας, που έχει τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης: … ένα μέρος αναφέρεται στον κόσμο του περιθωρίου ή καλύτερα στον χώρο του υποκόσμου, με βασικά στοιχεία τη σωματεμπορία, τον τζόγο και ιδίως τα ναρκωτικά … με κυρίαρχο στοιχείο τους τεκέδες, όπου συγκεντρώνονται δραπέτες των φυλακών, λιποτάκτες, ναρκομανείς, σωματέμποροι και γενικότερα ο κόσμος της νύχτας … Στο κέντρο(της νουβέλας) βρίσκονται άλλοτε μεμονωμένα άτομα κι άλλοτε ομάδες ατόμων, ενταγμένα στον ίδιο περίπου χώρο του Πειραιά(Τρούμπα, φτωχογειτονιές, λιμάνι).» Και βέβαια, ο Λαπαθιώτης ήταν ο ίδιος θαμώνας των συγκεκριμένων χώρων και περιοχών, ως κυνηγός “τεχνητών παραδείσων” κι άρα αυτόπτης μάρτυρας των συνθηκών που κατέγραφε, αφού επισκεπτόταν τους «τεκέδες της Τρούμπας για να φουμάρει με τους ντερβίσηδες», κάτι που, φυσικά, αντικατοπτρίζεται και στη νουβέλα του, «αφού ο χώρος όπου αναφέρεται ένα μεγάλο μέρος αυτής είναι η Τρούμπα και βέβαια η Πειραϊκή.». «Κοντολογίς», όπως συνοψίζει ο Παπακώστας, «έχουμε ένα πεζό με έκδηλα τα στοιχεία της προσωπικής εμπειρίας … ένα δράμα, μέσω του οποίου προβάλλει η ζωή του ίδιου και του κύκλου του στους τεκέδες της έρημης Πειραϊκής ακτής και στα συναφή στέκια της Τρούμπας».(7) Αξίζει να μεταφέρουμε εδώ την περιγραφή ενός τεκέ και των όσων διαδραματίζονταν μέσα σ’ αυτόν, όπως καταγράφεται στη νουβέλα του Λαπαθιώτη:
«Η παρέα, μες στη σπηλιά του Νταλαβέρη, τραγουδούσε. Πρώτα το ’φερνε ο Ντάνας, με τη βαριά του, τη βραχνή φωνή, κ’ ύστερα το ’παιρναν οι άλλοι, στη σειρά, και το ξαναγύριζαν απ’ όλες τις μεριές, θρηνητικά, μονότονα, με πάθος – με τα γυαλωμένα τους τα μάτια, σαν καρφωμένα σ’ έναν εφιάλτη, με τις μεγάλες κόρες τους ακίνητες, σα φλογισμένες από μιαν ανείπωτη λαχτάρα, σαν απολιθωμένες σε μιαν έκσταση, σα φαγωμένες και πυρπολημένες από κάποιους έξαλλους και μαύρους πυρετούς:
Μαννάκι μου, μαννάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!
Ο αέρας ήταν μολεμένος απ’ τη βαριά θολούρα του καπνού, απ’ τις ζεστές και σφυριχτές ανάσες, απ’ την υγρή τη μυρουδιά της μούχλας, που πλημμυρούσε γύρω τους τοίχους της σπηλιάς. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε στην άκρη, κ’ έριχνε πέρα, στα σκαμμένα βράχια, τις μεγάλες του σκιές, που παίζανε, κι αυτές φανταστικά. Ήταν καθισμένοι όλοι χάμου, στριμωγμένοι σ’ έναν στενόν κύκλο, άλλοι σταυροπόδι κι άλλοι πεσμένοι δίπλα, κι άλλοι τ’ ανάσκελα, βαριά μαστουρωμένοι, με τα’ απλανή, τα’ αλλοίθωρά τους μάτια, σβησμένα και χαμένα στο κενό. Ήταν οι περισσότεροι ξυπόλητοι. Κι αυτοί που ήταν καθισμένοι σταυροπόδι περνούσαν κάθε λίγο το μαρκούτσι, ένας στον άλλο, με μονότονες κινήσεις, βαριές, μηχανικές, ληθαργικές. Κ’ έκλαιγαν, πιο πολύ που τραγουδούσαν. Κι ο πνιγηρός, πηχτός καπνός, ανέβαινε ντουμάνι:
Μαννάκι μου, μαννάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!
Κι ο ναργιλές γουργούριζε στη μέση – και κείνοι ήταν στοιβαγμένοι γύρω, κι όλο ρουφούσαν μ’ αγκομαχητά, σαν άνθρωποι που κρύβουν τον καϊμό τους, τον θάβουν στα κατάβαθα της γης, γιατί δεν πρέπει να βγει ποτέ στο φως, γιατί δεν πρέπει να τον δει το φως και φοβηθεί … Μόνος ο Νταλαβέρης ήταν σκυφτός στη μέση, και φυσούσε, που και που, το ναργιλέ, κι έβανε κάρβουνα, κι άλλαζε τουμπεκί. Και το μαρκούτσι γύριζε στα διψασμένα στόματα, γύριζε χωρίς να κάνει στάση, σα μια μεγάλη κολασμένη βρύση, που τη ζητούν, τη λαχταρούν τα χείλη κ’ οι καρδιές, λες για να πνίξουν το βαρύ τους άχτι, μ’ έν’ άλλο, πιο βαρύ και πιο πικρό … Κι ο γοερός, αλλόκοτος σκοπός, όλο γυρνούσε και ξαναγυρνούσε, κι ο καϊμός του, κ’ η αλλοφροσύνη του, έσκαβε και βαθούλωνε τα βράχια. Και το καντηλάκι, φοβισμένο, σπαρταρούσε μες στα σκοτεινά, κάνοντας να χορεύουν οι σκιές – σα να ζητούσε από κάπου μια βοήθεια, μες στο πέλαγος εκείνο του καϊμού, που τράνταζε και σάρωνε τα πάντα:
Μαν – νά – κι μου, μαν – νά - κι μου … ,
πο – νεί το κε – φα – λά - κι μου … !».(8)

Χρόνια μες την Τρούμπα: Τραγούδια για την Τρούμπα
Άλλη μια εικόνα της Τρούμπας μας δίνουν και τα τραγούδια εκείνα που αναφέρονται στη γειτονιά αυτή του Πειραιά. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια (αλφαβητικά) κάποια, ενδεικτικά.
Ο ΚΩΤΣΟΣ Ο ΚΕΦΑΛΑΣ (9)
Μες στον Περαία μια βραδιά,
στου Τσελεπιού τη σκάλα,
έναν λεβέντη σκότωσαν
τον Κώτσο τον Κεφάλα.
Ζούλα το χασίσι, ζούλα,
σαν το γέρο τον Μασούρα.
Τον έκλαψ’ όλος ο ντουνιάς
και όλα τα ζεϊμπέκια,
γιατί όλοι τον ξέρανε
με το λουλά στα χέρια.
Ζούλα τον εφάγαν, ζούλα,
σαν το γέρο το Μασούρα.
Η Τρούμπα τώρα μοναχιά,
και μια κοπέλα κλαίει
και με παράπονο πικρό
όλο κλαίει και λέει:
-χήρα τώρα η κακομοίρα,
αχ, γιατί μ’ αφήνεις χήρα.
Το τραγούδι είναι του Μπαγιαντέρα (Δημήτρη Γκόγκου). Ο Ηλίας Πετρόπουλος («Ρεμπέτικα τραγούδια») σημειώνει: «Ο Τάσος Σχορέλης, που το πρωτοδημοσίευσε, επεξηγεί ότι ο Κεφάλας ήτανε ξακουστός νταής. Τον σκότωσε κάποιος άλλος μάγκας, χτυπώντας τον πισώπλατα».
Ο ΚΩΤΣΟΣ Ο ΚΕΦΑΛΑΣ
(παραλλαγή)(10)
Ήταν σε όλα όμορφος,
σε όλα του ξεφτέρι
το πιο μεγάλο ήτανε
της Τρούμπας το μαχαίρι.
Η Τρούμπα τώρα έρημη,
χωρίς παλικαράκια
οι δρόμοι της ρημάξανε,
χαθήκαν τα βλαμάκια.
Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο (βλ. ό.π.) πρόκειται για «Παραλλαγή του τραγουδιού για τον νταή Κεφάλα, γραμμένη και συνθεμένη – μάλλον προπολεμικώς – από τον Μπαγιαντέρα. Την πρωτοδημοσίευσε ο Σχορέλης».
troumpa_9.jpg
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ (11)
Πολλά τραγούδια έγραψαν,
Περαία μου για σένα,
γράφω κι εγώ στη σούρα μου
με τη σειρά μου ένα,
γεια σου Περαία αθάνατε,
της εργατιάς κολόνα,
Πασαλιμάνι, Κοκκινιά,
Ταμπούρια, Δραπετσώνα.
Κούπες κρασί αμέτρητες
στην Τρούμπα θα ρουφήξω
και στο Χατζηκυριάκειο
στουπί θα καταλήξω,
γεια σου Περαία αθάνατε,
απόψε κάνω γιούργια
στη Ζέα στα Λιπάσματα
και στα γνωστά Ταμπούρια.
Γεια σου Περαία αθάνατε,
χιλιοτραγουδισμένε,
κάνεις καρδιές να χαίρονται,
κάνεις καρδιές να κλαίνε,
χαρές και πίκρες μας κερνάς,
ανάμιχτες, χαρμάνι,
το καλώς ήρθες κι έχε γεια,
που λένε στο λιμάνι.
Σημειώνει ο Πετρόπουλος (ό.π.): «Ζεϊμπέκικο του Γενίτσαρη. Χτυπήθηκε σε δίσκο, στις 3 – 7 – 1954, με τους Καζαντζίδη και Κλειδωνάρη.».
ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΠΡΑΣΣΟ (12)
Ρε συ Νότη πρασσαντζή
πάμε τσάρκα ρε μαζί
όπλα όπλες!
μες στην αγορά θα πάμε
εκεί θα τα κονομάμε
μες την αγορά θα πάμε
έξυπνα θα κονομάμε.
Εγώ πρώτος θα περμάρω
Νότη να σε αβαντάρω
μηχανή εγώ θα φτιάσω
για να φας εσύ το πράσσο(δις)
Κι αν μας πάρει κανείς πρέφα
δίνομε κι αυτού την ρέπα
για να μην μας την καρφώσει
στα λαγονικά μας δώσει(δις)
Γιατί μες την αγορά
είναι τα λαγονικά
που στ’ αμίλητα σ’ αρπάνε
και στην Τρούμπα σε πετάνε.
Τραγούδι (μουσική και στίχοι) του Μανώλη Χρυσαφάκη (πρώτη εκτέλεση: Ρίτα Αμπατζή).
ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΑΛΗ (13)
Μια φορά στην Αμφιάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
μια βραδιά στην Αμφιάλη.
Πως πουλούσε με το δράμι
κουλουράκια με σουσάμι
κουλουράκια με σουσάμι
τα πουλούσε με το δράμι.
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία.
Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
αμολήσανε καλούμπα
αμολήσανε καλούμπα
άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα.
Πούλαγε ζεστή τουλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα
έτσι έπεσε στη λούμπα
γιατί πούλαγε τουλούμπα.
Ένα και ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
Δύο κι ένα κάνουν τρία
Τον γραπώσαν τα θηρία.
Ποιος του φταίει του Μιχάλη
το ξερό του το κεφάλι
το ξερό του το κεφάλι
να ποιος φταίει του Μιχάλη.
Είχε κρύψει στο συρτάρι
φούντες – φούντες το χορτάρι
φούντες – φούντες το χορτάρι
είχε κρύψει στο συρτάρι.
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία.
Θα τους στείλουμε λουκούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
τώρα που ’γινε σαν μούμια
θα τους στείλουμε λουκούμια.
Να τα τρώει στο κελί του
να χτυπάει την κεφαλή του
να χτυπάει την κεφαλή του
στο μακρόστενο κελί του.
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε του Μιχάλη αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
τον γραπώσαν τα θηρία.
Μια βραδιά στην Αμφιάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
του τη φέραν του Μιχάλη
μια βραδιά στην Αμφιάλη.
Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα
αμολήσανε καλούμπα
αμολήσανε καλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα.
Ένα κι ένα κάνουν δύο
πέστε μας κι εμάς αντίο
δύο κι ένα κάνουν τρία
και τελειώνει η ιστορία.
Τραγούδι των Σταύρου Ξαρχάκου και Νίκου Γκάτσου (πρώτη εκτέλεση: Τάκης Μπίνης).
ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ (14)
Χρόνια μες στην Τρούμπα
μαγκίτης κι αλανιάρης,
ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις (δις)
-χρόνια μες στον Περαία
μαγκίτης κι αλανιάρης.
Είμαι παιδάκι έξυπνο
παίζω και μπουζουκάκι,
όλος ο κόσμος μ’ αγαπάει
γιατ’ είμαι συριανάκι (δις)
-είμαι παιδάκι έξυπνο,
παίζω και μπουζουκάκι.
Στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ’ έχουν θαυμάξει,
γιατ’ είμαι έξυπνος
και σ’ όλα μου εντάξει (δις)
-στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ’ έχουν θαυμάξει.
Οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν,
όταν με βλέπουν κι έρχομαι
μαζί μου νταλκαδιάζουν (δις)
οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν.
Ο Πετρόπουλος δίνει τις εξής ενδιαφέρουσες πληροφορίες: «Ξακουστός δίσκος του Μάρκου, μάλλον του 1936. Τραγούδησε ο ίδιος, μαζί με την Ρόζα (διεύθυνση Περιστέρη). Είναι ζεϊμπέκικο, τραγουδημένο με κλασικό τρόπο (1-2-2-1). Κατεγράφη αναλυτικότερα για να φανεί η διαφορά κατά την επανάληψη του πρώτου στίχου της πρώτης στροφής. Η Τρούμπα είναι γειτονιά του Πειραιώς και έλαβε το όνομά της από μια κοινή τρόμπα, όπου πηγαίνανε και ποτίζανε τα άλογά τους οι αραμπατζήδες και αμαξάδες του λιμανιού.»
troumpa_8.jpg

Κόκκινα φανάρια: Ταινίες για την Τρούμπα
Στην θρυλική Τρούμπα, φυσικά, διαδραματίστηκε κι η υπόθεση αρκετών ελληνικών ταινιών. Από το όλο υλικό που ανιχνεύσαμε, παρατηρούμε ότι στον ελληνικό κινηματογράφο αποτυπώνεται η μεταπολεμική Τρούμπα, κυρίως των δεκαετιών ’50 - ’60, με τους οίκους ανοχής και τα καμπαρέ κι όχι η παλαιότερη, προπολεμική, Τρούμπα με τους τεκέδες και τα καφέ αμάν. Αναφέρουμε κάποιες ταινίες αλφαβητικά κι ενδεικτικά (15).
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ (16)
Έγχρωμη ταινία του 1967 (Ανζερβός), διάρκειας 102 λεπτών, σε σενάριο-σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, φωτογραφία Καρλ Χάιντς Χούμελ και μουσική Γιάννη Σπανού. Παίζουν οι : Γιώργος Κωνσταντίνου, Νίκη Λινάρδου, Νίκος Φέρμας, Άννα Καλουτά, Σάσα Καστούρα, Σωτήρης Μουστάκας, Ορφέας Ζάχος, Τζόλυ Γαρμπή, Χρήστος Δοξαράς, Μάκης Δεμίρης, Αλέκος Τζανετάκος, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Κώστας Καφάσης.
Η υπόθεση του έργου : Ένα φτωχαδάκι, προκειμένου να αυξήσει τον ισχνό μισθό του, δέχεται να κάνει μαθήματα αγγλικής στις κοκότες ενός καμπαρέ της Τρούμπας ώστε να συνεννοούνται καλύτερα με τους ναύτες του 6ου στόλου και ερωτεύεται μια από τις μαθήτριές του.
ΛΟΛΑ (17)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1964 (Φίνος Φιλμ), διάρκειας 90 λεπτών, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, σενάριο Ηλία Λυμπερόπουλου, φωτογραφία Νίκου Καβουκίδη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Παίζουν οι : Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Παντελής Ζερβός, Σπύρος Καλογήρου, Λαυρέντης Διανέλλος, Νίκος Φέρμας, Γιάννης Βογιατζής.
Η υπόθεση του έργου : Ένας αποφυλακισμένος επιστρέφει σ’ ένα καμπαρέ της Τρούμπας για να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς με μια γυναίκα ελευθεριών ηθών.
ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ (18)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1963(Φοίνιξ Φιλμ), διάρκειας 92 λεπτών, σε σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου, σενάριο Νίκου Φώσκολου, φωτογραφία Νίκου Μήλα και μουσική Γιώργου Κατσαρού. Παίζουν οι : Γιώργος Φούντας, Μάρω Κοντού, Στέφανος Στρατηγός, Νίκος Τσαχιρίδης, Παύλος Λιάρος.
Η υπόθεση του έργου : Ο αγνός έρωτας μιας πόρνης κι ενός τίμιου νέου που γεννιέται μέσα στο βούρκο της Τρούμπας, εμποδίζεται από τη δράση ενός σκληρού ανθρώπου του υποκόσμου.


ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ (19)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1963 (Δαμασκηνός Μιχαηλίδης), διάρκειας 145 λεπτών, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, σενάριο Αλέκου Γαλανού, φωτογραφία Νίκου Γαρδέλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Παίζουν οι : Τζένη Καρέζη, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιώργος Φούντας, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης, Αλεξάνδρα Λαδικού, Δέσπω Διαμαντίδου, Κατερίνα Χέλμη, Ελένη Ανουσάκη, Φαίδων Γεωργίτσης, Νότης Περγιάλης.
Η υπόθεση του έργου : Οι παράλληλες ιστορίες τεσσάρων γυναικών σ’ ένα σπίτι του έρωτα της Τρούμπας. Πρόκειται για διασκευή του θεατρικού έργου «Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα» του Αλέκου Γαλανού.
Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών 1963 κι ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξένης Ταινίας 1964.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (20)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1958, διάρκειας 95 λεπτών, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανασιάδη, σενάριο Δημήτρη Αθανασιάδη / Γιάννη Δαλιανίδη, φωτογραφία Βαγγέλη Καραμανίδη και μουσική Γιάννη Βέλλα. Παίζουν οι : Τίνα Γαϊτάνου, Ανδρέας Μπάρκουλης, Φραγκίσκος Μανέλλης, Θανάσης Βέγγος, Λαυρέντης Διανέλλος, Αλέκα Στρατηγού.
Η υπόθεση του έργου : Η τραγική κατάληξη ενός νεανικού έρωτα, αφού ο νεαρός βρίσκει το θάνατο και η κοπέλα καταλήγει σ’ ένα καμπαρέ της Τρούμπας.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ (21)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1960, διάρκειας 90 λεπτών, σε σενάριο-σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανασιάδη και φωτογραφία Θανάση Σπηλιώτη. Παίζουν οι : Κώστας Κακαβάς, Χριστίνα Σύλβα, Ανδρέας Μπάρκουλης, Αλέκα Στρατηγού, Γιώργος Καμπανέλης.
Η υπόθεση του έργου : Μια κοπέλα έρχεται στην Αθήνα από το χωριό της για να κάνει τη “μεγάλη ζωή”, αλλά καταλήγει σ’ ένα καμπαρέ της Τρούμπας.
ΣΚΟΤΩΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ (22)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1962, διάρκειας 84 λεπτών, σε σενάριο-σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανασιάδη, φωτογραφία Γιάννη Πουλή και μουσική Κώστα Καπνίση. Παίζουν οι : Ελένη Χατζηαργύρη, Κώστας Κακαβάς, Γιώργος Καμπανέλλης, Μίμης Στεφανάκος, Έφη Οικονόμου.
Η υπόθεση του έργου : Μια τραγουδίστρια ενός καμπαρέ της Τρούμπας σκοτώνει τον εραστή της όταν διαπιστώνει ότι παρέσυρε στο δρόμο της αμαρτίας και τη δεκαεξάχρονη κόρη της.
ΤΡΟΥΜΠΑ ’67 (23)
Ασπρόμαυρη ταινία του 1967, διάρκειας 98 λεπτών(Αφοί Κουρουνιώτη), σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, σενάριο Πάνου Κοντέλη, φωτογραφία Δημήτρη Παπακωνσταντή και μουσική Μάνου Λοΐζου . Παίζουν οι : Γιώργος Φούντας, Καίτη Θεοχάρη, Μπέτυ Αρβανίτη, Γιώργος Μούτσιος, Βαγγέλης Καζάν, Σπύρος Καλογήρου, Νάσος Κεδράκας, Θόδωρος Κατσαδράμης.
Η υπόθεση του έργου : Ένας φτωχός λιμενεργάτης ερωτεύεται μιαν αρτίστα του καμπαρέ και προσπαθεί να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο.
Η Τρούμπα σήμερα
Η ταινία «Τρούμπα ’67», του 1967, ήταν, μάλλον, σημαδιακή! Την επόμενη κιόλας χρονιά, το 1968, ο διορισμένος δήμαρχος της χούντας στον Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης έκλεισε τους οίκους ανοχής κι έδιωξε τις ιερόδουλες. Από τότε άρχισε μια άλλη περίοδος για την Τρούμπα, όπου έκλεισαν μεν οι οίκοι ανοχής, αλλά, παρέμειναν τα καμπαρέ, που λειτουργούσαν με “κορίτσια” (“χορεύτριες” – “καλλιτέχνιδες”) από τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη, τον Άγιο Δομίνικο και το Ελ Σαλβαδόρ.
Η μεγάλη κάμψη της Τρούμπας άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και συνεχίζεται, διαρκώς εντεινόμενη, ως τις μέρες μας, όπου τίποτα πια δεν θυμίζει την “παλιά Τρούμπα”εκτός από τα ελάχιστα μπαρ κι ένα σινεμά που προβάλει ταινίες πορνό. Η περιοχή, πλέον, κυριαρχείται από ναυτιλιακές εταιρείες, εμπορικά καταστήματα και ξενοδοχεία για την εξυπηρέτηση των, αλλοδαπών κυρίως, ναυτικών. Ενδεικτικό της μεγάλης αλλαγής που έχει επέλθει στην Τρούμπα, νομίζουμε, πως είναι το γεγονός, ότι εκεί, πλέον, στεγάζονται τα Δικαστήρια του Πειραιά! Η Τρούμπα έχει πια οριστικά περάσει στη σφαίρα του θρύλου.
Μπαρ και καμπαρέ στη σημερινή ΤρούμπαΜπαρ και καμπαρέ στη σημερινή Τρούμπα
Μπαρ και καμπαρέ στη σημερινή Τρούμπα Μπαρ και καμπαρέ στη σημερινή Τρούμπα 
Μπαρ και καμπαρέ στη σημερινή Τρούμπα Ο κινηματογράφος ΟΛΥΜΠΙΚ στην Τρούμπα όπου προβάλλει πορνό 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  • Βλ. Τάσος Π. Καραντής, Νίκος Μάθεσης-ο θρυλικός Τρελάκιας του ρεμπέτικου, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1999, σελ. 196.
  • Βλ. Ηλία Πετρόπουλου, Ρεμπέτικα τραγούδια, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1996(6) , σελ. 120.
  • Βλ. ό.π., σημ. (1), σελ. 175 – 202.
  • Ο Μάθεσης ολοκλήρωσε τα απομνημονέυματά του το 1975.
  • Βλ. ό.π., σημ. (1), σελ. 193 – 196.
  • Βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, εκδ. Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2007. Το αφηγηματικό αυτό έργο πρωτοδημοσιέυτηκε, σε συνέχειες, στο περιοδικό «Μπουκέτο», από τον Δεκέμβρη του 1931 ως τον Φλεβάρη του 1932 (βλ. σελ. 103).
  • Βλ. ό.π., σημ. (6), σελ. 100, 104-105, 116 & 131-132.
  • Βλ. ό.π., σημ. (6), σελ. 35-37.
  • Βλ. Η. Πετρόπουλου ό.π. σελ. 218. Επίσης, Γιώργος Μπαλούρδος, Πειραϊκό Πανόραμα, εκδ. ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ, Πειραιάς 2006, σελ. 331.
  • Βλ. ό.π., σημ. (9).
  • Βλ. ό.π., σημ. (9) σελ. 212.
  • Βλ. ιστοσελίδα : www.stixoi.info
  • Βλ. Μπαλούρδου, ό.π. σελ. 333 & www.stixoi.info
  • Βλ. Πετρόπουλου, ό.π. σελ. 120 και Μπαλούρδου ό.π. σελ. 335.
  • Όλες οι σχετικές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Στάθη Βαλούκου, Φιλμογραφία του ελληνικού κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1998.
  • Βλ. ό.π. σημ. (15), σελ. 137
  • Βλ. ό.π. σελ. 173.
  • Βλ. ό.π. σελ. 133.
  • Βλ. ό.π. σελ. 152.
  • Βλ. ό.π. σελ. 157.
  • Βλ. ό.π. σελ. 189.
  • Βλ. ό.π. σελ. 262.
  • Βλ. ό.π. σελ. 290.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βαλούκος Στάθης, Φιλμογραφία του ελληνικού κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1998
  • Καραντής Π. Τάσος, Νίκος Μάθεσης – ο θρυλικός Τρελάκιας του ρεμπέτικου, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1999
  • Λαπαθιώτης Ναπολέων, Το τάμα της Ανθούλας, εκδ. Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2007
  • Μπαλούρδος Γιώργος, Πειραϊκό πανόραμα, εκδ. ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ, Πειραιάς 2006
  • Πετρόπουλου Ηλία, Ρεμπέτικα τραγούδια, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1996(6)
  • Ιστοσελίδες : www.rebetiko.gr & www.stixoi.info 
1. Οι φωτογραφίες: «ΤΡΟΥΜΠΑ – ΕΞΩΦΥΛΛΟ»(σκίτσο του στιχουργού Νίκου Μάθεση με τίτλο «Τα σέα και τα μέα»), καθώς κι οι φωτογραφίες: «ΤΡΟΥΜΠΑ – ΤΕΚΕΣ» & «ΝΙΚΟΣ ΜΑΘΕΣΗΣ» προέρχονται από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα τραγούδια», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1996(6).
2. Τις φωτογραφίες «ΤΡΟΥΜΠΑ 1- ΤΡΟΥΜΠΑ 6» από τη σημερινή Τρούμπα (ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2008) τις τράβηξε η Λούντα Τοστανόβσκα.